ὄλβιος

ὄλβιος
ὄλβιος (-ος, -ον, -οι, -ων, -οισιν; -α, -ᾳ, -αν; -ον acc., -οις.)
a prosperous, fortunate

ὁ δ' ὄλβιος, ὃν φᾶμαι κατέχωντ ἀγαθαί O. 7.10

τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.4

ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι pr. P. 1.65

ὀλβίοισιν Ἐμμενίδαις P. 6.5

γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα P. 9.4

ὀλβία Λακεδαίμων, μάκαιρα Θεσσαλία pr. P. 10.1

Ἡρακλέος ὀλβίαν πρὸς αὐλάν N. 4.24

ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.3

ὀλβίων ὁμώνυμε Δαρδανιδᾶν fr. 120. ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖν' εἶσ ὑπὸ χθόν sc. he who has been initiated into the Eleusinian mysteries fr. 137. 1. dub., ὀλβίᾳ δ' ἅπαντες αἴσᾳ λυσίπονον τελετάν (codd. nullo sensu: ὄλβιοι λυσιπόνων τελετᾶν Wil.) fr. 131 ad Θρ. 7.
b of the blessed (Ἡρακλέα)

ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.71

c frag. ὄ]λβιο[ (v. l. ὀ]ρθιο]) P. Oxy. 2442, fr. 111.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὄλβιος — happy masc nom sg ὄλβιος happy masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὄλβιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όλβιος — α, ο (ΑΜ ὄλβιος, ία, ον, Μ θηλ. και ὄλβιος) 1. αυτός που έχει αποκτήσει πάρα πολλά υλικά αγαθά, ο γεμάτος πλούτο, ο πλούσιος («οἶκον ἐν ἀνθρώποισιν ἔναιον ὄλβιος ἀφνειόν», Ομ. Οδ.) 2. ευδαίμων, ευτυχισμένος, μακάριος αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • Περτίναξ, Πόπλιος Όλβιος — (Λιγουρία, 1η Αυγούστου 126 – Pώμη, 31 Δεκεμβρίου 192). Ρωμαίος αυτοκράτορας από τον Ιανουάριο μέχρι τον Μάρτιο του 193 μ.Χ., γιος ενός απελεύθερου ξυλέμπορου. Αφού δίδαξε σε ένα σχολείο, κατατάχθηκε στον στρατό, διοικώντας μονάδες στη Συρία και… …   Dictionary of Greek

  • ὀλβιώτερον — ὄλβιος happy adverbial comp ὄλβιος happy masc acc comp sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc comp sg ὄλβιος happy masc acc comp sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc comp sg ὄλβιος happy adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβιωτέρων — ὄλβιος happy fem gen comp pl ὄλβιος happy masc/neut gen comp pl ὄλβιος happy fem gen comp pl ὄλβιος happy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβιώτατα — ὄλβιος happy adverbial superl ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl pl ὄλβιος happy adverbial superl ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβιώτατον — ὄλβιος happy masc acc superl sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl sg ὄλβιος happy masc acc superl sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβίως — ὄλβιος happy adverbial ὄλβιος happy masc acc pl (doric) ὄλβιος happy adverbial ὄλβιος happy masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄλβιον — ὄλβιος happy masc acc sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc sg ὄλβιος happy masc/fem acc sg ὄλβιος happy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλβίων — ὄλβιος happy fem gen pl ὄλβιος happy masc/neut gen pl ὄλβιος happy masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”